- ἐναπολογέομαι
- ἐναπο-λογέομαι,A defend oneself in,
τῇ πόλει Aeschin.1.122
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ πόλει Aeschin.1.122
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐναπολογήσασθαι — ἐναπολογέομαι defend oneself in aor inf mp ἐναπολογέομαι defend oneself in aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)